-
1 ἀγγοπήνια
ἀγγοπήνια· τὰ τῶν μελισσῶν κηρία. Hsch., Suid. [full] ἀγγόρπη· ᾧ τοὺς ἐλέφαντας τύπτουσι σιδήρψ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγγοπήνια
-
2 ἄγγοπηνία
Grammatical information: n. pl.Meaning: τὰ τὼν μελισσὼν κηρία (`honeycombs') H.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγγοπηνία
-
3 ὑριατόμος
ὑριατόμος· ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν, Id.; cf. ὕρον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑριατόμος
См. также в других словарях:
свирель — род. п. и, ж., укр. свирiль, свирiлка, др. русск., ст. слав. свирѣль κιθάρα (Супр.), болг. свирол свирель , сербохорв. свѝрала свирель , словен. sviralо музыкальный инструмент . Производное от *svirati, др. русск. свирати, свиряти играть на… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
υριατόμος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕρον* «σμήνος» (μέσω ενός αμάρτυρου *ὑρία) + τόμος (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek